- χερσαῖον
- χερσαῖοςfrommasc acc sgχερσαῖοςfromneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίβηρ — ἴβηρ, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἴβηρ χερσαῑόν τι θηρίον ἀφ οὗ καὶ Ἴβηρες» 2. ως κύρ. όν. α) Ἴβηρ και Ἴβηρος αρχαία ονομασία τού ποταμού Έβρου τής Ισπανίας β) βλ. Ίβηρες … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
φρυνεός — ὁ, Α [φρύνος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «δηλονότι φρῡνος φρυνεὸς... εἶδος βατράχου, παρὰ τὸ ἐμφερεῑς εἶναι πρὸς τοὺς ἄλλους, ἤ ἀπὸ τοῡ φέρεσθαι ἀπὸ τῆς λιμνώδους φύσεως ἐπὶ τὸ χερσαῑον» … Dictionary of Greek
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek